Καλωσορίσατε... στην Αρκαδία

"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Διονύσης Σολωμός

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα


Ο περίτεχνος πέτρινος πύργος του ρολογιού στο κέντρο της Δημητσάνας.
Ο περίτεχνος πέτρινος πύργος του ρολογιού στο κέντρο της Δημητσάνας.
Τοπίο ορεινό, πλούσιο σε ιστορία, αρχιτεκτονική και φυσική ομορφιά: το ελατόδασος του Μαινάλου, η λίμνη του Λάδωνα και το φράγμα, ο Τουθόας, ο Αλφειός, ο ορμητικός Ερύμανθος για τους έμπειρους καγιάκερ, ο Λούσιος, που στα κρύα νερά του λούστηκε ο νεογέννητος Δίας. Βυζαντινές εκκλησίες, αρχαία μνημεία, πετρόκτιστα γεφύρια και αρχοντικά χωριά με περίτεχνες βρύσες και καμπαναριά. Ο κοσμοπολιτισμός της Βυτίνας, οι πετράδες των Λαγκαδιών, οι χρυσικοί της Στεμνίτσας και το επαναστατικό μπαρούτι της Δημητσάνας.

Διασχίζουμε με το αυτοκίνητο το τοπίο της ορεινής Αρκαδίας, στον Δήμο Γορτυνίας, αφήνοντας πίσω μας πυκνές εκτάσεις ελάτων και αλπικά ξέφωτα, όπου βόσκουν κοπάδια με πρόβατα ή ξεφυτρώνουν πολυτελείς πετρόκτιστες βίλες. Μια ομάδα ποδηλατιστών χάνονται σε μια απότομη στροφή κάποιου δασικού μονοπατιού κι ένα αυτοκίνητο με κανό φορτωμένο στη σχάρα του μας προσπερνά κατευθυνόμενο στα μικρά ή μεγαλύτερα ποτάμια που διαρρέουν την περιοχή: Ερύμανθος, Αλφειός, Λούσιος, Τουθόας, Λάδωνας. Παρατηρούμε το έντονο ανάγλυφο του τοπίου και σκεφτόμαστε τις μαρτυρικές στιγμές της Βυτίνας, των Μαγούλιανων, των Λαγκαδιών και των άλλων χωριών που λεηλάτησε ο Ιμπραήμ, αλλά και την έκπληξή του για τη δύναμη του Κολοκοτρώνη να ανασυγκροτεί σε ελάχιστο χρόνο τον στρατό του: «Εκείνο οπού εχάλαγε το μυαλό του Μπραΐμη ήτον, που μου χάλαγεν ένα στρατόπεδον και εις δύο ημέρες εσύσταινα άλλον», γράφει στα απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά.
Με τα βουνά της Γορτυνίας τράφηκε η μυθολογία του Αρκάδα θεού Πάνα και οι αρχαίες πόλεις της, η Τεύθις ή η Γόρτυνα, δεν πέρασαν απαρατήρητες στον περιηγητή Παυσανία. Σημαντικά είναι και τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, ιδίως στη χαράδρα του Λούσιου, με την Παλιά και Νέα Μονή Φιλοσόφου ή τη Μονή Προδρόμου που κρέμεται πάνω από τα ορμητικά νερά του χειμάρρου. Η ιστορία του τόπου, με τη Δημητσάνα ως μπαρουταποθήκη της επανάστασης, είναι δεμένη με τον αγώνα του 1821. Τα όμορφα διατηρημένα πετρόκτιστα χωριά της, αναστηλωμένα, σήμερα, με ωραίους ξενώνες και σύγχρονη τουριστική υποδομή, έχουν συνδεθεί με την ιστορία της μετανάστευσης. Το φτωχό ορεινό τοπίο οδήγησε τους κατοίκους στις τέχνες. Καμπανάδες, χρυσικοί, γανωματζήδες, πετράδες και κανταρτζήδες έπαιρναν τους πάγκους τους και έφευγαν ή έστηναν τα εργαστήριά τους σε όλη την Ελλάδα, στη Βαλκανική, την Κων/λη και αλλού κι αργότερα επέστρεφαν στις πατρίδες τους φέρνοντας χρήματα και νέες ιδέες.
Στεμνίτσα. Στο κέντρο διακρίνεται το σχολείο.
Στεμνίτσα. Στο κέντρο διακρίνεται το σχολείο.
Οι χρυσικοί της Στεμνίτσας
Σε μια απότομη στροφή του δρόμου, ανάμεσα στο ελατόδασος του Μαινάλου και το φαράγγι του Λούσιου, στα 1.100 μέτρα, μπροστά μας εκτείνεται η Στεμνίτσα, εκεί που πιθανόν βρισκόταν ο αρχαίος Υψούς, μια μικρή πόλη που είχε επισκεφτεί ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ., μιλώντας για τα άγρια θηρία και τα βουνά που κυριαρχούσαν στην περιοχή.
Στην πρωινή ομίχλη τα πέτρινα σπίτια του χωριού υψώνονται στην πλαγιά καφετιά και γκρίζα, σκεπασμένα με ομοιόμορφα κεραμιδί καπέλα, ανάμεσα σε κερασιές, κυπαρίσσια και καρυδιές. Η άλλοτε πολυπληθής κοινότητα σήμερα αριθμεί λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, ωστόσο η ομορφιά του τοπίου και της αρχιτεκτονικής των σπιτιών της, μετά τα τέλη της δεκαετίας 1970, έδωσε ώθηση στην αναστήλωση των κατοικιών και αργότερα στην τουριστική αξιοποίηση του χωριού.
Σχολή αργυροχρυσοχοΐας στη Στεμνίτσα. Μαθητές επί το έργον
Σχολή αργυροχρυσοχοΐας στη Στεμνίτσα. Μαθητές επί το έργον
Φτάσαμε στη Στεμνίτσα με πληροφορίες πολύ διαφορετικού ύφους. Θα βλέπαμε το σπίτι του Ιωάννη Κολοκοτρώνη, του επονομαζόμενου Γενναίου, γιου του Γέρου του Μοριά, αλλά και το παλιό δημοτικό σχολείο που είχαν γυριστεί σκηνές από την ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), του Θ. Μαραγκού. Σήμερα στο κτίριο φιλοξενείται η Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας, συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκινά στο χωριό από τα μεταβυζαντινά χρόνια, ως τρόπος βιοπορισμού σε μια περιοχή με φτωχή αγροτική παραγωγή. Οι χρυσικοί, όπως συνήθως ονομάζονταν οι τεχνίτες κοσμημάτων, έπαιρναν τον πάγκο με τα εργαλεία και γυρνούσαν στην Ελλάδα και αλλού εξασκώντας την τέχνη τους, μας λέει η κ. Ολγα Παπαδοπούλου, σημερινή διευθύντρια και καθηγήτρια της σχολής. Ο Λάμπης Κατσούλης, «ο μπαρμπα-Λάμπης», όπως τον φώναζαν όλοι, ήταν ο τελευταίος χρυσικός της Στεμνίτσας στον 20ό αιώνα.
Στη δεκαετία του 1970, με δική του πρωτοβουλία ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα στην τέχνη του. Με πυρήνα την πρώτη ομάδα των μαθητών του σχηματίστηκε σταδιακά η σημερινή σχολή αργυροχρυσοχοΐας, που είναι άρτια εξοπλισμένη και διαθέτει πολύ καλή φήμη. Ο χαρακτήρας της είναι δημόσιος, η φοίτηση διαρκεί δύο χρόνια και «φέτος οι μαθητές έφτασαν τους 31, είχαμε πληθυσμιακή έκρηξη», μας λέει χαριτολογώντας η διευθύντρια. Παρατηρούμε μοντέλα δαχτυλιδιών καμωμένα σε κερί. Οι μαθητές γύρω από την καθηγήτριά τους συνεχίζουν να εργάζονται με καμινέτα και με συρμάτινους τροχούς που γυαλίζουν τα κοσμήματα και μαυρίζουν τα χέρια. «Ολα γίνονται με τη φωτιά», μας λέει, «το μέταλλο λιώνει κι ύστερα του δίνουμε τη μορφή που θέλουμε». Μας συνοδεύει έξω στον διάδρομο και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη ζωή στο χωριό, τα χιόνια και τις κότες που άρχισε να εκτρέφει τελευταία, δείγμα του δεσίματός της με έναν χώρο που έχει αγαπήσει και επιλέξει. Στη Στεμνίτσα έχει αποφασίσει να μείνει μόνιμα.
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Λίγο αργότερα θα μας συναντήσει στην πλατεία του χωριού και θα μας βοηθήσει να έρθουμε σε επαφή με την υπάλληλο του Λαογραφικού Μουσείου. Μας χαιρετά μέσα από το αυτοκίνητό της βιαστικά: «Πρέπει να προλάβω να μαζέψω ξύλα από το βουνό πριν δύσει ο ήλιος».
«Σιμό και Σιμό και τάκω απ' τη σέμη»
Η διευθύντρια της σχολής μας είχε μιλήσει και για τη διάλεκτο των Στεμνιτσιωτών μαστόρων. «Εκαναν αναγραμματισμούς, όπως στα κορακίστικα που χρησιμοποιούσαμε κι εμείς ως παιδιά στο σχολείο, αν θυμάσαι. Στα ταξίδια τους οι μάστορες μιλούσαν κωδικοποιημένα για να κρατούν φυλαγμένα τα μυστικά του επαγγέλματος. Στα Στεμνιτσιώτικα ή Μεστιτσιώτικα η κούπα λέγεται πούκα. Επί τουρκοκρατίας είχαν βάλει έναν χρυσικό να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο για τα καντήλια της εκκλησίας που είχε φτιάξει, καθώς το εκκλησιαστικό συμβούλιο είχε πληροφορίες για νοθεία του πολύτιμου μετάλλου. Ο πονηρός χρυσικός, για να μην εκτεθεί, ορκίστηκε στα Μεστιτσιώτικα «Σιμό και σιμό και τάκω απ'τη σέμη» (Μισό και μισό και κάτω από τη μέση). Εκείνος εννοούσε ότι χρησιμοποίησε λιγότερο και από το μισό ασήμι που έπρεπε, ενώ το συμβούλιο κατάλαβε ότι ο χρυσικός έκανε ασημένια τα καντήλια («ασημό και ασημό»), όπως είχε συμφωνηθεί.
Αποψη της Στεμνίτσας με τα χαρακτηριστικά κόκκινα «καπέλα» των σπιτιών της.
Αποψη της Στεμνίτσας με τα χαρακτηριστικά κόκκινα «καπέλα» των σπιτιών της.
Περπατώντας προς την πλατεία μας τραβά την προσοχή ένα κατάστημα με παραδοσιακά γλυκά, ζυμαρικά και βότανα του βουνού. Από το παράθυρο του δρόμου βλέπουμε στο εσωτερικό μια γυναίκα που ετοιμάζει στο εργαστήριο μελομακάρονα, τα οποία μαζί με τους κουραμπιέδες και τις δίπλες υπάρχει η συνήθεια να φτιάχνονται ολόκληρο τον χρόνο. Το καφενείο στην πλατεία διατηρεί τον αυθεντικό χαρακτήρα του, με ξυλόσομπα και ωραίο σανιδένιο πάτωμα, μπαλωμένο με ελάσματα σιδήρου. Η κ. Σοφία Μπενοπούλου ? Σαρακινιώτη, ιδιοκτήτρια του καφενείου και καθηγήτρια στη σχολή αργυροχρυσοχοΐας, μας προσφέρει τσάι του βουνού με παξιμάδι και μας μιλά για τη μεγάλη παράδοση των μαστόρων της Στεμνίτσας. «Πίσω από κάθε πάγκο είναι και ένας Στεμνιτσιώτης μάστορας, λέει μια ρήση εδώ στην περιοχή. Φανταστείτε ακόμη ότι τα καλοκαίρια οι γεροντότεροι μαζεύονται στην πλατεία για να πιουν τα ουζάκια τους και καμιά φορά, χάριν αστεϊσμού, αρχίζουν να μιλάνε τα Μεστιτσιώτικα, τη συνθηματική γλώσσα των μαστόρων».
Μπροστά στο πολυώροφο κωδωνοστάσιο της πλατείας του χωριού με το ρολόι (1877) ο κ. Ασημάκης Παπαηλίας μας κατατοπίζει στα αξιοθέατα του χωριού. Μεταξύ 1807-1812 ο διοικητής της Πελοποννήσου Βελή Πασάς είχε εκδώσει βραχυπρόθεσμες άδειες οικοδόμησης ναών, ανάμεσα στους οποίους και ο ναός του Αγίου Γεωργίου Στεμνίτσας, που βρισκόταν απέναντί μας, στην πλατεία. Οι 45 μέρες που χρειάστηκαν, κατά την παράδοση, για την ανέγερσή του μας υποχρεώνει να φανταστούμε σκηνές ομαδικής εργασίας, σε κλίμα πανηγυρικό, με τους Στεμνιτσιώτες να μοχθούν γύρω από τον ναό, το φθινόπωρο του 1810, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, αφιερωμένοι στο θεάρεστο έργο του χτισίματος, καθώς μετά την ορισμένη προθεσμία η εκκλησία τους, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης, θα παρέμενε ημιτελής. Η κτητορική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στον ναό αναφέρει ότι χρειάστηκαν τελικά 74 ημέρες για την αποπεράτωση, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία της ομαδικής προσπάθειας για έναν ναό που σήμερα διαθέτει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, αλλά και τοιχογραφίες του Φ. Κόντογλου και των συνεργατών του (1954).
Αναπαραστάσεις εργαστηρίων παραδοσιακών τεχνών στο Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας.
Αναπαραστάσεις εργαστηρίων παραδοσιακών τεχνών στο Λαογραφικό Μουσείο Στεμνίτσας.
Δίπλα στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής σώζεται το κελί όπου συνεδρίαζε η Πελοποννησιακή Γερουσία, καθώς, για λίγες μέρες, τον Μάιο του 1821, η Στεμνίτσα υπήρξε πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδας. Ανηφορίζοντας για το «Κάστρο» και το μνημείο των πεσόντων συναντάμε την Παναγία την Μπαφέρω.
Με ελαφρώς αυξημένους παλμούς από την ανάβαση διαβάζουμε το ιστορικό του ναού στην πόρτα, που φτιάχτηκε τον 12ο αιώνα και είναι ιστορημένος με τοιχογραφίες του 16ου-17ου αιώνα, από τις ωραιότερες της Πελοποννήσου, οι οποίες σώζονται σχεδόν ακέραιες. Στο προαύλιο του ναού ήταν το παλιό νεκροταφείο του χωριού και στο βάθος του περιβόλου βρίσκεται η βυζαντινή εκκλησία του Αγ. Νικολάου, επίσης του 12ου αιώνα. Το εσωτερικό του μυρίζει μούχλα και υγρασία, καθώς είχε εγκαταλειφθεί χρησιμοποιούμενος ως οστεοφυλάκιο. Η εντοιχισμένη επιγραφή του ναού μας ενημερώνει ότι ο χώρος είχε επίσης στεγάσει το διδακτήριο της Ελληνικής Σχολής Στεμνίτσας (1690-1828), όπου είχαν μαθητεύσει φιλικοί και ήρωες του 1821, και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλ. Κουμουνδούρος. Στην κορυφή του προορισμού μας, στον μαρμάρινο οβελίσκο με τα ονόματα των Στεμνιτσιωτών ηρώων από όλες της εποχές της σύγχρονης Ελλάδας, ψυχρά ρεύματα αέρα διαπερνούν τα αυτιά μας καθώς απολαμβάνουμε για λίγο τη θέα προς τη χαράδρα και το χωριό.
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Στεμνιτσιώτισσες με ευρωπαϊκό αέρα
Δεν καταφέραμε να προλάβουμε ανοιχτό το Λαογραφικό Μουσείο. Με την ευγενική μεσολάβηση της Ολγας Παπαδοπούλου, ωστόσο, η υπάλληλος επέστρεψε στο μουσείο με μεγάλη προθυμία. Η λειτουργία του ξεκίνησε το 1985, σε ιδιόκτητο οίκημα της οικογένειας Χατζή. Η ξενάγησή μας άρχισε από τα εργαστήρια ευγενών και μη μετάλλων που έχουν αναπαρασταθεί στο ισόγειο. Το εργαστήρι των χρυσικών, των καμπανάδων, του μπαλωματή κ.ά..

Από την εσωτερική ξύλινη σκάλα του αναστηλωμένου σπιτιού περάσαμε στη σάλα του ορόφου, το «καλό» δωμάτιο όπου υποδέχονταν τους επισκέπτες, στο υπνοδωμάτιο και στο «χειμωνιάτικο», ένα δωμάτιο χωρίς ανοίγματα, για εξοικονόμηση ζέστης, όπου η οικογένεια συγκεντρωνόταν τις κρύες νύχτες για φαγητό γύρω από το τζάκι. Στο επόμενο πάτωμα, όπλα, φορεσιές, και λαϊκές αγιογραφίες από τη συλλογή του ζεύγους Σαββοπούλου, ιδρυτών του μουσείου. Στη νέα πτέρυγα προς την οποία έχει επεκταθεί το μουσείο μας εντυπωσιάζουν οι επίσημες φορεσιές των γυναικών της Στεμνίτσας, του προηγούμενου αιώνα. Τις φανταζόμαστε τα πρωινά της Κυριακής με επίσημο ευρωπαϊκό φόρεμα με δαντέλα να κατηφορίζουν προσεκτικά τα καλντερίμια πηγαίνοντας στην εκκλησία ή να ανταλλάσσουν επισκέψεις σε σπίτια ως επίδειξη πλούτου.
Από τις εγκαταστάσεις του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα.
Από τις εγκαταστάσεις του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα.
Στη Στεμνίτσα των 3.000 κατοίκων των αρχών του 20ού αιώνα οι τέχνες είχαν φέρει την οικονομική άνθηση. Καμπανάδες, ντουφεξήδες, μπρουντζάδες, ασημικοί, χρυσικοί, γανωματήδες, κουδουνάδες, διακινούν τα προϊόντα της τέχνης τους ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα, στα παράλια της Σμύρνης, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βαλκανική και μακρύτερα και επιστρέφουν φέρνοντας στη Στεμνίτσα χρήματα και νέες ιδέες.
Το ηρωικό μπαρούτι της Δημητσάνας
Το μοναστήρι «αετοφωλιά» του Ιωάννη του Προδρόμου πάνω από τον Λούσιο.
Το μοναστήρι «αετοφωλιά» του Ιωάννη του Προδρόμου πάνω από τον Λούσιο.
Εξω έχει αρχίσει να νυχτώνει και η θερμοκρασία σε υψόμετρο 950 μέτρων πάνω από τη θάλασσα δεν βοηθά ιδιαίτερα την πρώτη περιήγησή μας στα άδεια καλντερίμια του χωριού, κοντά στη μητρόπολη της Αγίας Κυριακής (1834). Βρισκόμαστε για φωτογράφηση στο προαύλιο των δίδυμων κτιρίων του Δημοτικού Σχολείου και της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας, που φτιάχτηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυτατζόγλου, από τους διασημότερους της εποχής του, με έργα όπως το Πολυτεχνείο και το Αρσάκειο, στην Αθήνα.
Με το τρίποδο της φωτογραφικής προς το πετρόχτιστο ρολόι μας πλησιάζει μια παρέα δεκαπεντάχρονων παιδιών με ποδήλατα. Αν θέλουμε να μάθουμε για τη Δημητσάνα να μιλήσουμε με τον κ. Σπύρο. «Τα ξέρει όλα ο μπαρμπα-Σπύρος, ιστορίες, τραγούδια, ό,τι θέλετε? Εδώ πέρα υπάρχει το άγαλμα του Γρηγορίου Ε΄. Το σπίτι του είναι επάνω στο κάστρο. Τώρα το έχουν κάνει μουσείο με κειμήλια από τις εκκλησίες του χωριού. Αμα θέλετε να δείτε, υπάρχουν και αρχαία τείχη», μας πληροφορούν τα παιδιά, αναφερόμενα στα τείχη της αρχαίας Τεύθιδος, γύρω από την οποία ήκμασε η μεσαιωνική Δημητσάνα, σπουδαίο εμπορικό, βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο της Αρκαδίας μετά τον 16ο αιώνα.
«Ο δρόμος της Αγάπης», το παλιό νυφοπάζαρο της Βυτίνας
«Ο δρόμος της Αγάπης», το παλιό νυφοπάζαρο της Βυτίνας
Από τη Σχολή της Δημητσάνας, που ιδρύθηκε το 1764, αποφοίτησαν δεκάδες ιεράρχες και επτά πατριάρχες (Γρηγόριος Ε΄, Παλαιών Πατρών Γερμανός). Στα σπουδαία αρχοντικά σπίτια του χωριού περιλαμβάνονται αυτό της οικογένειας Σπηλιωτόπουλου (η οποία κατείχε μπαρουτόμυλους) και ο πενταώροφος πύργος του Ξενιού, ενώ οι εκκλησίες του Αγιώργη, των Ταξιαρχών και της Βλαχοπαναγιάς κοσμούνται με σημαντικές τοιχογραφίες του 17ου και του 18ου αιώνα.
Μέσα στη σπιτική ζεστασιά του ζαχαροπλαστείου «Λούσιος» συναντάμε τον κ. Σπύρο, όπως ακριβώς είχαν προβλέψει τα παιδιά. Ο κ. Σπύρος Σεργόπουλος, ηλικίας 82 ετών σήμερα, υπήρξε αρτοποιός, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση που ξεκίνησε από τον προπάππου του. Η καταπληκτική μνήμη του λειτουργεί όπως τα λήμματα στις εγκυκλοπαίδειες. Του ορίζεις το θέμα κι εκείνος σου απαριθμεί με ακρίβεια λεπτομέρειες, ονόματα και χρονολογίες. Μιλά με υπερηφάνεια για όλα όσα συνέδεσαν το χωριό του, τη Δημητσάνα, με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και την Επανάσταση του 1821: «Στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης έγραφε ότι η Δημητσάνα με τους μπαρουτόμυλους ήταν η μπαρουταποθήκη του αγώνα».
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Ο μικρός πληθυσμός του σημερινού χωριού (400 κάτοικοι) που κάποτε συγκέντρωνε 8.000 ψυχές είναι ένα μάλλον μελαγχολικό θέμα για τον κ. Σπύρο, από τον οποίο προτιμά συνεχώς να ξεγλιστρά, μιλώντας μας για τις πηγές του ποταμού Λούσιου: την Αγία Παρασκευή, το Καλονέρι, την Καρκαλού, την Κρύα βρύση. Στο ραδιόφωνο το Γουερέβερ γιου γκόου του Ρίτσαρντ Μαρξ, από τη δεκαετία του '80, δημιουργεί ένα σουρεαλιστικό φόντο στη συγκινητική αφήγηση του κυρ Σπύρου, που δεν δείχνει να κουράζεται όταν αφηγείται τους μεγάλους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων του για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης καθώς πλησιάζει στο Μουσείο Υδροκίνησης της Δημητσάνας είναι ο ήχος των νερών που κατεβαίνουν ορμητικά από τον χείμαρρο. Ο κ. Σπύρος Σεργόπουλος, κινητή εγκυκλοπαίδεια της Δημητσάνας, με τον οποίο έχουμε συναντηθεί στο καφενείο, θυμάται τον εαυτό του να εργάζεται μέσα στις εγκαταστάσεις του σημερινού υπαίθριου μουσείου, όταν ακόμη εκείνο αριθμούσε 10 αλευρόμυλους και 8 μπαρουτόμυλους, ανάμεσα στα άλλα εργαστήρια που λειτουργούσαν εκεί με τη δύναμη του νερού.
Κατηφορίζοντας το τοπίο με την πυκνή βλάστηση οι αναστηλωμένες εγκαταστάσεις διατάσσονται στην πλαγιά βαθμιδωτά. Στο πρώτο κτίσμα βλέπουμε τη νεροτριβή όπου πλένονταν τα υφαντά των νοικοκυριών και δίπλα τον αλευρόμυλο που εξακολουθεί να γυρίζει και να αλέθει τις χούφτες με το καλαμπόκι που συνηθίζουν να ρίχνουν μέσα στη χοάνη οι επισκέπτες. Απέναντι από το υπαίθριο ρακοκάζανο βρίσκεται το σπίτι του βυρσοδέψη, που στεγάζει σήμερα ένα μικρό καφενείο.
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Στις εγκαταστάσεις του βυρσοδεψείου παρακολουθούμε σε μια οθόνη την αναπαράσταση των εργασιών του βυρσοδέψη με την υποβλητική φωνή του ηθοποιού Γιώργου Κέντρου να αφηγείται τα στάδια επεξεργασίας των δερμάτων. Δίπλα στα νερά που κατεβαίνουν με θόρυβο από καταρράκτες και κανάλια φτάνουμε στο χαμηλότερο επίπεδο των εγκαταστάσεων με τους μπαρουτόμυλους. Ενα σύστημα με κοπάνια, ανεβοκατεβαίνουν στη σειρά μέσα σε ξύλινα γουδιά αναμειγνύοντας τα υλικά της πυρίτιδας ή του μπαρουτιού: κάρβουνο, θειάφι και νίτρο. Το τελευταίο συστατικό συλλεγόταν από τους Δημητσανίτες και τους κατοίκους των γειτονικών χωριών και δινόταν στους Οθωμανούς αντί για φόρο, ήδη από τον 16ο αιώνα.
Στην περίοδο του 1821 οι μπαρουτόμυλοι δούλευαν νυχθημερόν για τις ανάγκες του αγώνα, ενώ για την κατασκευή των πολεμοφοδίων χρησιμοποιήθηκε το χαρτί από τις πολύτιμες συλλογές της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα ερείπια άλλων μπαρουτόμυλων στη χαράδρα, σε μήκος δύο χιλιομέτρων, δεν στάθηκε δυνατόν να το διασχίσουμε λόγω λήξης του ωραρίου λειτουργίας του μουσείου, το οποίο δημιουργήθηκε το 1997 από το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Πειραιώς. Από το μουσείο ξεκινά και το περιπατητικό μονοπάτι προς τις Μονές του Λούσιου (Φιλοσόφου, Προδρόμου) που καταλήγει στην αρχαία Γόρτυνα.
Γορτυνία: Οι τόποι του θεού Πάνα
Το επιβλητικό φαράγγι του Λούσιου
Το μικρό αναστηλωμένο κτίσμα κάτω από τα τρία κυπαρίσσια, πριν από τον περίβολο της Μονής Αιμυαλών είναι το πατητήρι που είχε βρει καταφύγιο ο Γιάννης Κολοκοτρώνης (Ζορμπάς), αδελφός του Γέρου του Μοριά, μαζί με ομάδα κλεφτών, όπου και σκοτώθηκαν από τους Τούρκους, ύστερα από προδοσία: «όσα φτερά και πούπουλα είχε η μαύρη κότα, τόσα ντουφέκια πέσανε μες στου ληνού την πόρτα» Από τον «Ληνό των Κολοκοτρωναίων», όπως ονομάστηκε έκτοτε το μέρος, φτάνουμε στη Μονή Αιμυαλών, όπου στην είσοδο του καθολικού του, σφηνωμένο μέσα στον βράχο, διαβάζουμε την εντοιχισμένη επιγραφή με την ίδρυση της εκκλησίας της Γέννησης της Θεοτόκου το 1608 και την ιστόρησή της από τους αγιογράφους Γεώργιο και Δημήτριο Μόσχο.
Για δεύτερη συνεχή χρονιά πραγματοποιήθηκε ο «Αθλος του Μαινάλου».
Για δεύτερη συνεχή χρονιά πραγματοποιήθηκε ο «Αθλος του Μαινάλου».
Προς τη Μονή Προδρόμου ο δρόμος για το αυτοκίνητο σταματά στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης, χτισμένο πάνω σε ερείπια παλιού ασκητηρίου. Υστερα από απόσταση 800μ. (περίπου δέκα λεπτά περπάτημα) εμφανίζεται μπροστά μας η Μονή Προδρόμου, κρυμμένη στην ορθοπλαγιά του φαραγγιού. Τα σκουριασμένα μεταλλικά φύλλα που καλύπτουν την ξύλινη θύρα της μονής είναι διάτρητα από τα βόλια των Τούρκων. Μετά τα Ορλοφικά και την αποτυχημένη επανάσταση του 1770, οι αλλεπάλληλες επιδρομές των Τουρκαλβανών υποχρέωναν τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών να αναζητούν καταφύγιο στα ξωκλήσια και στα μοναστήρια, που συχνά πολιορκούνταν. Η μονή ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα, το καθολικό της είναι αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι τοιχογραφίες του είναι του 16ου και του 17ου αιώνα.
Στην απέναντι πλευρά, στη δυτική μεριά του Λούσιου, φτάνουμε στην Παλιά Μονή Φιλοσόφου, έχοντας διασχίσει σε ρυθμό περιπάτου ένα μονοπάτι 45 λεπτών και το πέτρινο γεφύρι της Μονόπορης, πάνω από τα νερά του ποταμού. Το «Κρυφό Σχολειό», όπως αποκαλείται παραδοσιακά η μονή, βρίσκεται σε ύψος 200 μέτρων πάνω από το φαράγγι και ιδρύθηκε το 963 από τον αυλικό του Νικηφόρου Φωκά και επονομαζόμενο «φιλόσοφο» Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, με καταγωγή από τη Δημητσάνα. Σήμερα σώζεται μόνον το καθολικό της μονής και θεωρείται από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου. Από το ανηφορικό και απόκρημνο μονοπάτι πάνω από τη χαράδρα, σε περίπου 10 λεπτά, φτάνουμε στη Νέα Μονή Φιλοσόφου, που ιδρύθηκε το 1691. Εκεί λειτούργησε η Σχολή, που αργότερα, το 1764, μεταφέρθηκε στη Δημητσάνα, διαπαιδαγωγώντας πλήθος μοναχών, ανώτερων και κατώτερων κληρικών και δασκάλων. Η αγιογράφηση του καθολικού (Κοίμηση της Θεοτόκου) έγινε με δαπάνες του Στεμνιτσιώτη Πασά Μαυραειδή Φαρμάκη, ο οποίος είχε εξασλαμιστεί, ωστόσο επί Ενετοκρατίας ασπάστηκε εκ νέου τον χριστιανισμό.
Ο δήμαρχος Γορτυνίας Γιάννης Γιαννόπουλος.
Ο δήμαρχος Γορτυνίας Γιάννης Γιαννόπουλος.
Από τη Μονή Προδρόμου, πάνω από την οποία έχουμε αφήσει το αυτοκίνητο, κατευθυνόμαστε, οδικώς, προς το ποτάμι για τη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα (12ος αιώνας), η οποία έχει χτιστεί πάνω σε ρωμαϊκά ερείπια. Η αρχαία Γόρτυνα, που έχει δώσει το όνομα στον σύγχρονο Δήμο Γορτυνίας, με τον νέο καλλικρατικό διαχωρισμό, βρίσκεται περίπου πενήντα μέτρα έξω από τα όριά του, μας επισημαίνει στη συζήτηση που είχαμε ο δήμαρχος Γιάννης Γιαννόπουλος. Η αρχαία πόλη γνώρισε τη μεγάλη της ακμή τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν και φτιάχτηκαν τα λουτρά, που ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να τα δει διατηρημένα σε εξαιρετική κατάσταση. Διέθεταν σύστημα θέρμανσης και μεταφοράς θερμού αέρα (υπόκαυστα) και αποτελούσαν τμήμα του Ασκληπιείου που έδρευε εκεί. Στην αρχαία Ελλάδα τα Ασκληπιεία λειτουργούσαν ως χώροι θεραπείας και συγχρόνως λατρείας του θεού Ασκληπιού.
Βυτίνα: Μαρτυρική και κοσμοπολίτισσα
Για να μπούμε στη Βυτίνα περνάμε ανάμεσα στα σφεντάμια, τους πλατάνους και τις ακακίες που στεφανώνουν τον λεγόμενο δρόμο της αγάπης, με τις ωραίες εναλλαγές στα χρώματα των φύλλων, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Τα γυμνά κλαδιά του χειμώνα δίνουν τη θέση τους στα ανοιξιάτικα πράσινα, με εντυπωσιακότερη, ίσως, εικόνα αυτή των πεσμένων φθινοπωρινών κίτρινων φύλλων, που αφήνουμε πίσω μας, δεξιά κι αριστερά στον δρόμο, κατά την είσοδό μας στο χωριό.
Ο Λάδωνας ελίσσεται σαν φίδι στην πορεία του προς το φράγμα.
Ο Λάδωνας ελίσσεται σαν φίδι στην πορεία του προς το φράγμα.
Γνώριζα τυχαία την ιστορία του δεκαεπτάχρονου Βυτινιώτη Ματθαίου Πόταγα, κι όταν τον είδα να στέκεται μοναχικός και ευσταλής στην κεντρική πλατεία του χωριού σκέφτηκα πόσο ταιριαστά ο πρωινός ήλιος χρύσιζε τον ανδριάντα του. Το Μάιο του 1941 πήρε την αδιανόητη απόφαση να στήσει μόνος του ενέδρα σε μια πανίσχυρη γερμανική φάλαγγα που κατευθυνόταν προς τον Πύργο, χρησιμοποιώντας ένα πιστόλι-κειμήλιο του πατέρα του από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί τον εκτέλεσαν επί τόπου, διατρανώνοντας τον «τρόμο και την αθλιότητα του 3ου Ράιχ».
Σήμερα, στην πλατεία του χωριού, σε υψόμετρο 1.040 μέτρων, τίποτε δεν θυμίζει τις καταστροφικές επιδρομές του Ιμπραήμ που έκαψε τη Βυτίνα επτά φορές. Δίπλα στην εκκλησία του πολιούχου Αγίου Τρύφωνα (1846), με τις γκριζόμαυρες αποχρώσεις της πέτρας, καφετέριες, ζαχαροπλαστεία, παραδοσιακά καφέ και στέκια σφύζουν από ζωή, καθώς το χωριό, γύρω από το ελατοσκέπαστο Μαίναλο, αποτελεί ένα από τα διασημότερα ορεινά θέρετρα της Πελοποννήσου.
Ζάτουνα. Μουσείο «Μίκης Θεοδωράκης».
Ζάτουνα. Μουσείο «Μίκης Θεοδωράκης».
Στην πλατεία του παραδοσιακού οικισμού στεγάζεται και το Λαογραφικό Μουσείο, με αντικείμενα που θυμίζουν τους παλιούς Βυτιναίους κτηνοτρόφους, υλοτόμους, υποδηματοποιούς ή τις υφάντρες που κάποτε ύφαιναν στον αργαλειό τα ρούχα και τα απαραίτητα στρωσίδια του βυτιναίικου νοικοκυριού.
Με τη μυρωδιά των ψωμιών πάνω στο περβάζι του ξυλόφουρνου, τα μαγαζιά με τη ρίγανη, το θυμάρι, τα ντόπια ζυμαρικά, τους τραχανάδες, τα τυροκομικά και τα μέλια από το Μαίναλο, τις εικόνες με τα ξυλόγλυπτα γαϊδουράκια από τα είδη δώρων, περπατάμε στα δρομάκια με τα πετρόκτιστα σπίτια του χωριού. Στη σειρά των δημόσιων κτιρίων που κοσμούν με την αρχιτεκτονική τους τη Βυτίνα συγκαταλέγονται η αναπαλαιωμένη δίπατη Δημόσια Βιβλιοθήκη (ιδρυμένη το 1808), και το Ελληνικό Σχολείο, που σύμφωνα με την ενημερωτική επιγραφή ανακαινίστηκε «διά συνδρομής του κυβερνήτη Καποδίστρια το έτος 1831». Το διώροφο νεοκλασικό κτήριο της Δασονομικής Σχολής, στο χρώμα της ώχρας, χτίστηκε μεταξύ 1890-95, μέσα σε ιδιόκτητο κτήμα 150 στρεμμάτων, δωρεά του εθνικού ευεργέτη Π. Τριανταφυλλίδη. Ο περίπατος ανάμεσα στις σεκόγιες και τους λιμπόκεδρους συνεχίζεται ανατολικά του κτήματος, στο δασάκι της Βυτίνας: ένα πειραματικό αλσύλλιο που δημιουργήθηκε μεταξύ 1885-1917, για να μελετηθεί η ανάπτυξη πεύκων, ελάτων, κυπαρισσιών, πλατάνων και άλλων δέντρων στο κλίμα της περιοχής.
Στο δασάκι της Βυτίνας οι μεγάλοι προτιμούν τους περιπάτους και τα πικνίκ, τα παιδιά απασχολούνται στα όργανα της παιδικής χαράς και ο δήμος οργανώνει καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Η Βαλτεσινικιώτισσα και ο σωτήριος Αγιος Νικόλαος
Ενα χιλιόμετρο βόρεια από το Βαλτεσινίκο η τρίκλιτη βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Βαλτεσινικιώτισσα) δεσπόζει μέσα από τη μάντρα του ομώνυμου μοναστηριού με την πετρόχτιστη μάντρα και την ωραία εντοιχισμένη βρύση. Χωρίς να μας είναι γνωστή η χρονολογία της ίδρυσής της η πρώτη έγγραφη αναφορά στη μονή σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1625.

Σήμερα λειτουργεί με 2 μοναχούς κι εμείς συναντάμε τον πατέρα Δανιήλ, που μας μιλά για το ιστορικό της μονής και προθυμοποιείται να μας ξεναγήσει στους χώρους της. Οι αγιογραφίες που σώζονται στη μονή έγιναν μετά το 1826, οπότε ο Ιμπραήμ είχε κάψει το μοναστήρι. Οπως μας εξηγεί ο πατέρας Δανιήλ, κάτω από τις σημερινές αγιογραφίες σώζονται άλλες, που ίσως ανάγονται στις αρχές του 18ου αιώνα.
Εχοντας αποσπάσει τη συγκατάθεσή μας για το περπάτημα που θα ακολουθούσε, ο Γιάννης Παναγιωτακόπουλος μας συνοδεύει στο κατάφυτο τοπίο που οδηγεί από τη Βαλτεσινικιώτισσα προς το «Παλιομονάστηρο» με το δίδυμο ασκητήριο του Αγίου Νικολάου και της Αναλήψεως, όπου διατηρούνται αγιογραφίες από τα μεταβυζαντινά και τα βυζαντινά, ίσως, χρόνια. Κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια ανύποπτοι για την εντυπωσιακή εκκλησία-καταφύγιο που σε λίγο θα φτάναμε. Ενα μεγάλο διώροφο κτίσμα του 17ου αιώνα εισχωρεί μέσα στον βράχο και μόνο η πρόσοψή του είναι χτισμένη με χοντρή πελεκητή πέτρα. Στο εσωτερικό των δύο σπηλιών που σχηματίζονται μέσα στον βράχο, στο απόκρημνο φαράγγι του Ρεντεζέλα, υπάρχουν οι εκκλησίες της Αναλήψεως και του Αγίου Νικολάου, χτισμένες σε θέση που παλιότερα πρέπει να υπήρχαν ερημητήρια ή ασκητήρια. Πίσω μας κισσοί τυλιγμένοι σε καρυδιές απομυζούν τους χυμούς των δέντρων μέχρι να τα ξεράνουν, κι ένας γιγαντιαίος βράχος αποκολλημένος από τους υπόλοιπους σχεδόν αιωρείται σφηνωμένος στη χαράδρα πάνω από το κεφάλι μας. «Το Βαλτεσινίκο υπάρχει λόγω αυτού του Μοναστηριού.
Οι κάτοικοι του χωριού και των γειτονικών περιοχών οχυρώθηκαν εκεί και ο Ιμπραήμ δεν κατάφερε να τους κάψει,» μας αφηγείται με θεοσέβεια ο μοναχός Δανιήλ. «Από τρύπα στον βράχο ο Ιμπραήμ έριξε φωτιά για να κάψει τους οχυρωμένους. Τελικά κατάφερε να κάψει μόνο τα τρόφιμα που είχαν αποθηκευτεί εκεί και σήμερα σώζονται ακόμη καμένοι κόκκοι σιταριού, αιώνιοι μάρτυρες της οργής του Αλβανού επιδρομέα».
Οι χουλιάρες και τα ξυλόγλυπτα τέμπλα του Βαλτεσινίκου
Από τα Μαγούλιανα (το ψηλότερο κατοικημένο χωριό της Πελοποννήσου στα 1350 μέτρα) προς Βαλτεσινίκο κάνουμε μια μικρή παράκαμψη προς το χωριό Λάστα των 7 κατοίκων, η οποία κάποτε αριθμούσε 2.500 κατοίκους. Στο άδειο καφενείο της πλατείας με τα πλατάνια, όπως συνηθίζεται, προσφέρουμε στον εαυτό μας τσίπουρο με συνοδεία λουκουμιού, και αφήνουμε ό,τι προαιρούμαστε. Στην είσοδο του χωριού Βαλτεσινίκο μας υποδέχεται ένα μεγάλο φορτηγό ψυγείο, με λαϊκή μουσική στη διαπασών και τις πόρτες ανοιχτές. Ο Βασίλης προμηθεύει με λαχανικά και φρούτα τους κατοίκους της περιοχής εδώ και 15 χρόνια. Με το μπρίο και τη ζωηράδα του κυκλοφορεί με το κινητό του μανάβικο από χωριό σε χωριό, αφήνοντας στο πέρασμά του μια εύθυμη νότα. Χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός, το Βαλτεσινίκο διαθέτει εντυπωσιακά πυργόσπιτα (Παναγιανναίων, Δεσποταίων), ωραίες λιθόκτιστες βρύσες, τουριστική υποδομή για τη διαμονή και το φαγητό των επισκεπτών.

Από το χωριό κατάγονταν η οικογένεια των αδελφών Ντινόπουλου που άσκησαν την ξυλογλυπτική τέχνη στην Αρκαδία, ενώ δείγμα της δεξιοτεχνίας τους στο Βαλτεσινίκο βλέπουμε στα τέμπλα των Αγίων Θεοδώρων (1848) και στον Αγιο Γεώργιο. Αναζητώντας τη συνέχεια της παράδοσης του χωριού στην ξυλογλυπτική, ο κ. Γιάννης Παναγιωτακόπουλος, αντ/ρχος Δήμου Γορτυνίας και οδηγός μας στο οδοιπορικό, προθυμοποιείται να μας οδηγήσει στο εργαστήριο ξυλογλυπτικής του θείου του, «Η χουλιάρα του Κολοκοτρώνη». Τον ρωτάμε τι είναι η χουλιάρα. «Η κουτάλα,» μας απαντά, γελώντας, «έτσι τη λέμε εδώ». Ο κ. Χαράλαμπος χαμογελά ελαφρά κάτω από το πλούσιο μουστάκι του και μας δείχνει τα έργα του. Κουτάλες, πιρούνες, γκλίτσες. Αντικείμενα απαραίτητα για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού, φτιαγμένα πλέον για τους τουρίστες.
Ο Γιάννης Παναγιωτακόπουλος μας μιλά και για την πλούσια κτηνοτροφική παράδοση της περιοχής, τα καλύβια που υπάρχουν περιμετρικά στο Βαλτεσινίκο, όπου εξακολουθούν να διαμένουν πολλές οικογένειες, ακόμα και νέων ανθρώπων οι οποίες καταπιάνονται με την κτηνοτροφία. Ο πατέρας του συνεχίζει μια σχεδόν ξεχασμένη τέχνη, φτιάχνοντας σαμάρια και καλιγώνοντας άλογα και γαϊδουράκια. «Υπάρχουν πολλά άλογα στην περιοχή. Στις 16 Αυγούστου τα χρησιμοποιούμε στο αλώνι όπου αναβιώνει η παραδοσιακή εργασία του αλωνίσματος με συμμετοχή του κόσμου και ακολουθεί φαγητό, χορός και τραγούδι.»
Η λεωφόρος Αλεξάνδρας και η Γορτυνία
Το ραντεβού μας με τον δήμαρχο Γορτυνίας Γιάννη Γιαννόπουλο έχει οριστεί για το μεσημέρι του Σαββάτου. Μας μιλά με θέρμη για τη Γορτυνία, μας εξηγεί τα σχέδια της δημοτικής αρχής, κάνει σχεδιαγράμματα σε πρόχειρα χαρτιά με το στυλό που υπογράφει όλες τις αποφάσεις του δήμου, έναν μπλε Μπικ, «δείγμα γραφής» ανθρώπου που μοιάζει να εργάζεται για την περιοχή του σεμνά και ουσιαστικά.
Από την τζαμαρία του ξενοδοχείου Παρκ και τη θορυβώδη κίνηση στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, εν όψει ποδοσφαιρικού αγώνα, η έξαρση του δημάρχου που μας μιλά για την ιδιαίτερη πατρίδα του σύντομα μας παρασύρει στις κατάφυτες πλαγιές της ορεινής Αρκαδίας. «Παλιότερα είχε ακολουθηθεί ένα μοντέλο που έδινε προτεραιότητα σε κάποια χωριά ή περιοχές και αγνοούσε το υπόλοιπα. Εμάς, αντίθετα, μας ενδιαφέρει η ισόρροπη ανάπτυξη όλων των περιοχών και των αξιοθέατων του Μαινάλου.
Ο επισκέπτης της μπορεί να βρει ό,τι ανταποκρίνεται στα γούστα του για μια ορεινή περιοχή: ποδηλασία βουνού, πεζοπορία σε φαράγγια και σε διαδρομές μέσα στο δάσος, κανό και καγιάκ στα ποτάμια που διαρρέουν τη Γορτυνία. Ολη η περιοχή ξεχωρίζει για την ομορφιά του φυσικού τοπίου, την αρχιτεκτονική των πέτρινων σπιτιών και των χωριών και έχει και μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον με πλήθος αρχαίων και βυζαντινών μνημείων, αλλά και ως επίκεντρο της επαναστατικής δραστηριότητας του 1821.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, η λίμνη του Λάδωνα, που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς, από άποψη τουριστικών υποδομών. Αναφορικά με τις υποδομές σημαντικό έργο θα προσφέρει και η υλοποίηση ενός οριζόντιου οδικού άξονα που θα περνά από τα Τρόπαια και τη Μυγδαλιά συνδέοντας τρεις σπουδαίους αρχαιολογικούς προορισμούς: Αρχαία Ολυμπία, Αρχαίο Ορχομενό και Μυκήνες. Επιδίωξή μας, επίσης, που θα χρειαστεί, ασφαλώς, προετοιμασία και μελέτη, είναι η σύνδεση της τουριστικής υποδομής με την πρωτογενή παραγωγή.
Ο επισκέπτης της περιοχής θα προτιμούσε να δοκιμάζει συνταγές και προϊόντα της Γορτυνιακής γης, αντί να καταναλώνει τυποποιημένες συνταγές και γεύσεις, σαν να βρισκόταν στην Αθήνα ή οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να πείσουμε τους επιχειρηματίες μας γι' αυτό». Ο κ. Γιαννόπουλος κλείνει την ωραία συζήτηση που είχαμε με μια πρόσκληση: «Την επόμενη Κυριακή να έλθετε στον Αθλο Μαινάλου, ακόμα κι αν δεν πάρετε μέρος», μας λέει ευφυολογώντας, «θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσετε τους αγώνες.»
Ιστορικά βουνά - γοητευτικά ποτάμια
Αν και η τουριστική υποδομή γύρω από τη λίμνη του Λάδωνα περιορίζεται κυρίως στο Βαλτεσινίκο, οι διαδρομές και η φυσική ομορφιά του τοπίου και των χωριών κοντά στη λίμνη παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η Μυγδαλιά υπήρξε έδρα του πρώην δήμου Κλείτορος και γενέτειρα του πολιτικού Ευάγγελου Γιαννόπουλου (1918-2003), την προτομή του οποίου συναντάμε έξω από το Δημαρχείο. Λίγο αργότερα φτάνουμε στο γεφύρι της Κυράς, στη λίμνη του Λάδωνα, πεντάτοξο πέτρινο γεφύρι φτιαγμένο στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Η τεχνητή λίμνη του Λάδωνα, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το χωριό Τρόπαια, δημιουργήθηκε από την κατασκευή φράγματος, μεταξύ 1950-1955 από τους Ιταλούς, στο πλαίσιο των αποζημιώσεων προς την Ελλάδα για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα νερά του εξυπηρετούν τις ανάγκες του υδροηλεκτρικού εργοστασίου της ΔΕΗ. Στην Κοντοβάζαινα, με τα ψηλά πετρόχτιστα αρχοντικά, τις 17 εκκλησίες, τους νερόμυλους και τις πολλές βρύσες της, ένα ταιριαστό ζευγάρι ηλικιωμένων, στην αυλή του σπιτιού του, συνεργάζεται στο κόψιμο του παστού μπακαλιάρου για το φαγητό της ημέρας.
Οι φημισμένοι σε όλη την Πελοπόννησο μάστορες της πέτρας με τη δική τους συνθηματική γλώσσα, τα κρεκόνικα, κατάγονταν από τα Λαγκάδια. Η ακμάζουσα κωμόπολη των αρχών του 20ού αιώνα με τους 6.000 κατοίκους σήμερα φιλοξενεί μόνιμα 850 ανθρώπους και τα πολυώροφα πετρόκτιστα σπίτια του χωριού «κατεβαίνουν» αμφιθεατρικά την πλαγιά με κλίση 70 μοιρών. Από τα Λαγκάδια καταγόταν και η ιστορική οικογένεια Δεληγιάννη.
Στα λουτρά της Ηραίας, κοντά στον Αλφειό ποταμό, στα σύνορα με τον Νομό Ηλείας, τα θειούχα νερά εξακολουθούν να γιατρεύουν αρθρίτιδες και ρευματισμούς από την εποχή του Παυσανία, ο οποίος τα αναφέρει για τις ιαματικές τους ιδιότητες. Σήμερα οι εγκαταστάσεις του υδροθεραπευτηρίου λειτουργούν κυρίως το καλοκαίρι και τον χειμώνα ανοίγουν τα Σαββατοκύριακα για να φιλοξενήσουν τους κυνηγούς που φτάνουν στην περιοχή για το κυνήγι του αγριογούρουνου.
Η Ζάτουνα, ένα από τα ιστορικότερα και γραφικότερα χωριά της Αρκαδίας υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Μίμη Φωτόπουλου, ενώ το πετρόκτιστο Δημοτικό Σχολείο (1919) έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη, καθώς στη διάρκεια της επταετίας είχε εκτοπιστεί εκεί ο διεθνούς φήμης μουσικοσυνθέτης.
Αθλοι και αθλητές στο Μαίναλο
Το πρωί της Κυριακής της 27ης Νοεμβρίου 2011 ο καιρός βοήθησε καθοριστικά στη διεξαγωγή του Αθλου Μαινάλου, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, με συμμετοχή 350 αθλητών από όλη την Ελλάδα. Οι αγώνες περιλάμβαναν τρέξιμο στο βουνό, σε διαδρομή μήκους 19 χιλιομέτρων και δοκιμασία στην ποδηλασία βουνού, μήκους 37 χιλιομέτρων.
«Στόχος μας είναι η καθιέρωση του Αθλου Μαινάλου σαν ένα αθλητικό γεγονός της χρονιάς με πανελλαδική εμβέλεια,» επισημαίνει ο δήμαρχος Γορτυνίας Γ. Γιαννόπουλος. «Στις προθέσεις μας βρίσκεται ένα ήπιο μοντέλο οικοτουρισμού που συνδυάζεται με εναλλακτικές αθλητικές δραστηριότητες».
Το δίκτυο ορεινών μονοπατιών στην Αρκαδία που προσφέρεται για πεζοπορία φτάνει τα 500 χιλιόμετρα. Η περιοχή του Δήμου Γορτυνίας, εκτός από το ποδήλατο, την ορειβασία και την πεζοπορία, χάρη στα πολλά ποτάμια της, είναι ιδανική και για σπορ που σχετίζονται με το νερό. Για τους αρχάριους ράφτερ προτείνεται η κατάβαση του Λάδωνα και για τους έμπειρους καγιάκερ ενδείκνυται ο Ερύμανθος. Για τους θιασώτες του σκι και των σπορ του χιονιού η κορυφή της Οστρακίνας, στα 1981 μέτρα υψόμετρο, και το χιονοδρομικό κέντρο περιμένει τους επισκέπτες του στις χιονισμένες πίστες του χειμώνα.

FAST INFO
    Δ Ι Α Μ Ο Ν Η    
Δημητσάνα
  • KOUSTENIS VILLAGE (27950 31131, 6972 688988,www.koustenisvillage.gr ). Πετρόκτιστο ξενοδοχειακό συγκρότημα με θέα το φαράγγι του Λούσιου. ΞΕΝΩΝΑΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ (27950 31684, 6942 630155, www.xenonasenastron.gr). Βαλτεσινίκο
  • ΘΟΛΟΣ (6973695481, www.xenonas-tholos.gr ). Παραδοσιακός ξενώνας σε πετρόκτιστο αρχοντικό του 1860 με θέα στο Μαίναλο.
  • VALTESINIKO STUDIOS (27950 82385, 6975 810429,www.valtessinikostudios.gr). Μεζονέτες με τζάκι και αυτόνομη θέρμανση σε υψόμετρο 1.150 μέτρα
Λαγκάδια
  • ΜΑΝΙΑΤΗΣ HOTELS & RESORTS (27950 43221, 43540,www.maniatis-hotels.gr ). Τρεις ξενοδοχειακές μονάδες υψηλών προδιαγραφών.
Στεμνίτσα
  • ΜΠΕΛΛΑΙΪΚΟ (27950 81286, 6976 607967, www.mpelleiko.gr ). Στον παραδοσιακό ξενώνα της η Νένα Γκρίντζια προσφέρει φιλοξενία και σπουδαίες πληροφορίες για την περιοχή. Βυτίνα
  • GRAND VYTINA (27950 22979, www.grand-vytina.gr ). Δεκαέξι δωμάτια και τέσσερις σουίτες υψηλού επιπέδου με θέα στην ορεινή Αρκαδία.
  • VITINA HOUSE (27950 29014-5, www.vitinahouse.gr ). Πολυτελείς σουίτες, βίλες, διαμερίσματα και δωμάτια με κυρίαρχα υλικά την πέτρα και το ξύλο.

  • Καρύταινα
  • ΠΕΛΑΣΓΟΣ (27910 31490, κιν. 6973 012459) Ξενοδοχείο, Καφέ- Μπαρ, Εστιατόριο)

    ΦΑΓΗΤΟ   
Λαγκάδια
  • ΜΑΝΙΑΤΗΣ (27950 43221, www.maniatis-restaurant.gr ). Στην πλατεία του χωριού με ελάφι στιφάδο, παστό με αβγά και τυρόπιτα χωριάτικη.
Δημητσάνα
  • Η ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ (27950 31131). Παραδοσιακή ταβέρνα με κουνέλι με λαδορίγανη, ψητά κρέατα, αλλά και αχνιστή φασολάδα.
  • ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ (27950 31424, 6936 873123). Αρνάκι λαδορίγανη, γλυκοκαυτερό και ντόπια ψητά κρέατα.
Βαλτεσινίκο
  • ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ ΒΑΛΤΕΣΙΝΙΚΟΥ (27950 82113, 6973 390382). Με μεγάλη βεράντα στην πλατεία του χωριού. Ντόπιες συνταγές, ψητά κρέατα, σπιτικά γλυκά.
  • ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ (27950 82300). Καφενείο-ταβέρνα στην πλατεία με μαρμάρινα τραπεζάκια, κόκορα με χυλοπίτες, αγριογούρουνο και παραδοσιακά γλυκά.
Στεμνίτσα
  • Η ΣΤΕΜΝΙΤΣΑ - Σταυρούλα Σαρακινιώτη (27950 81371, 6978883436). Τα ωραιότερα ψητά σχάρας από κρέατα παραγωγής και καταπληκτικά μαγειρευτά.
Ελάτη
  • ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ (27950 22472, 6973 041299, www.taverna-katafigio.gr). Ντόπια κρέατα, πολύ ωραία τυροκαυτερή και παστό με αβγά ή χωρίς αβγά.
Βυτίνα
  • ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (27950 22133, 6974 802517www.arhontiko-athinas.gr ). Παραδοσιακή ταβέρνα με γουρούνι στο σακί και πανσέτα χοιρινή γεμιστή.
Καρκαλού
  • ΤΟ ΛΑΘΟΣ (27950 31709, 6982 189851). Οικογενειακή ταβέρνα. Χοιρινό με σέλινο, παϊδάκια και ψαρονέφρι.
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΦΑΚΗΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΓΙΕΣ: ΕΥΗ ΦΡΑΓΚΟΛΙΑ

_____________________
*από το: 

Τσιφλικάδες





Το UNFOLLOW 28 (Απρίλιος 2014) κυκλοφορεί. Ζητήστε το στα περίπτερα.

Δείτε όλα τα περιεχόμενα αναλυτικά στην ιστοσελίδα μας:http://unfollow.com.gr

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

1944: Μάχες του ΕΛΑΣ στην υπόδουλη Ελλάδα

elas






Αντιμέτωπο με τα ναζιστικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των Ελλήνων αντικομμου νιστών οι οποίες είχαν αποκτήσει μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε αρκετά πιο έντονα, ενώ μεταμορφώθηκε σε ένα στρατό αποφασισμένων εθελοντών.


 Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν σε πλάτος και βάθος τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Αντιμέτωπο με τα ναζιστικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των Ελλήνων αντικομμου νιστών οι οποίες είχαν αποκτήσει μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε αρκετά πιο έντονα, ενώ μεταμορφώθηκε σε ένα στρατό αποφασισμένων εθελοντών

Του Ιάσονα Χανδρινού

Από την έναρξη της «τυπικής» γερμανικής δικαιοδοσίας για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο μετά την ιταλική συνθηκόλογηση (Σεπτέμβριος 1943) και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, υπολογίζεται πως είχαν σκοτωθεί από τους αντάρτες περίπου 600-800 στρατιώτες της Βέρμαχτ, ενώ είχαν σκοτωθεί ή εκτελεστεί 4.487 Ελληνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα άοπλοι [1]. Στις 22 Δεκεμβρίου 1943 –εννέα μέρες μετά τη σφαγή στα Καλάβρυτα– η Στρατιωτική Διοίκηση ΝΑ Ευρώπης εξέδωσε μια κεντρική οδηγία που ανέπτυσσε το σκεπτικό για την κατάπνιξη της ένοπλης αντίστασης την προσεχή χρονιά [2].

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαμαρτυρίες πολιτικών αξιωματούχων για προσεκτικότερη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού (μετά τη σοκαριστική εντύπωση που προκάλεσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Οκτωβρίου-Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου σε κεντρική και νότια Ελλάδα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Καλαβρύτων), η διαταγή προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τα πνεύματα αντεκδίκησης που επικρατούσαν στις τάξεις του στρατού, μετά τις πρώτες συγκρούσεις με τους Ελληνες αντάρτες. Τα στρατεύματα έπρεπε να κινούνται μόνο εναντίον «δραστών» και αμάχων που αποδεδειγμένα τους υποστήριζαν.

Οι αναλογίες εκτελέσεων, ο αριθμός των ομήρων και η δικαιοδοσία των κατώτερων εκτελεστικών οργάνων ελαττώθηκαν. Ωστόσο, η προοπτική μιας «διαλλακτικότερης» πολιτικής αναιρείται μέσα από το ίδιο το κείμενο που την αναλύει. Τα στρατεύματα, γράφει, θα στρέφονταν σε συλλήψεις και εκτελέσεις όσων παρείχαν «ενεργό ή συγκαλυμμένη υποστήριξη στους συμμορίτες», αλλά και «ατόμων τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με τις πράξεις, ωστόσο αναγνωρίζονται ως κομμουνιστές».

Το γράμμα και το πνεύμα της διαταγής αναγνώριζαν έμμεσα πως στην αυγή του 1944, η στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ανεξέλεγκτη.

Η βασική υπενθύμιση πως ο πόλεμος διεξάγεται κυρίως εναντίον ένοπλων κομμουνιστών συνοδεύεται τώρα και από την προγραμματική συμπερίληψη ενός –σκόπιμα απροσδιόριστου– αριθμού αμάχων στα εξεγερθέντα στοιχεία. Μια ακόμη προοικονομία του αιματηρού δεκαμήνου που θα ακολουθούσε ήταν και η ρητή διάκριση ανάμεσα στις μορφές εμπλοκής με τους αντάρτες: απώλειες από ενέδρες θα τιμωρούνταν με αντίποινα, απώλειες σε μάχη (οργανωμένες επιθέσεις ή συμπλοκές κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων), όχι. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί παραδέχονταν έμμεσα την ύπαρξη ενός υπολογίσιμου εσωτερικού αντιπάλου, με τον οποίον είχαν ήδη εμπλακεί «τακτικά» κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 1943 [3].

Στατιστικές

Αυτός ο εσωτερικός αντίπαλος ήταν ο ΕΛΑΣ, η μόνη ένοπλη δύναμη που την αυγή του 1944 συνιστούσε κάποιου είδους ενόχληση για τα κατοχικά στρατεύματα στο εσωτερικό της χώρας. Τίποτα δεν θύμιζε την «άτακτη», ημιεξεγερσιακή κατάσταση του προηγούμενου καλοκαιριού. Οι αντάρτες δεν αντιμετώπιζαν πια συμπαθούντες Ελληνες χωροφύλακες ούτε «απόλεμους» Ιταλούς, όπως το 1942 και το 1943, αλλά άριστα εκπαιδευμένους Ορεινούς Κυνηγούς, φανατισμένους νεοσύλλεκτους των Βάφεν Ες-Ες, το απόσπασμα θανάτου του λοχία Φριτς Σούμπερτ και περίπου 16.650 Ελληνες «εθελοντές» κάθε είδους [«Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ)» στη Μακεδονία, Τάγματα Ευζώνων, Εθελοντικά Τάγματα Χωροφυλακής στην Πελοπόννησο κοκ]. Το επιτελείο του Χάινριχ Χίμλερ επαίνεσε τη μαχητική επίδοση αυτών των «αναλώσιμων» ελληνικών σωμάτων που αποτελούσαν ανθρώπινες ασπίδες της γερμανικής στρατηγικής, διασώζοντας –ευτυχώς– για τους μελλοντικούς ιστορικούς τις συνολικές τους απώλειες: 697 νεκροί, 909 τραυματίες και 586 αγνοούμενοι [4], ενώ χάρη στους πίνακες συνταξιοδοτηθέντων «αντιστασιακών» από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, γνωρίζουμε πως ο δωσιλογικός ΕΕΣ στη Μακεδονία είχε 1.745 νεκρούς [5]. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απωλειών συναρτάται με την αυξημένη συμμετοχή «εθελοντών» σε επιθετικές επιχειρήσεις και μαζικές εκτελέσεις αμάχων σε χωριά και πόλεις (Πύργοι Εορδαίας, Γιαννιτσά, Χορτιάτης, Δουργούτι, Κοκκινιά).

Αν και ο ένοπλος δωσιλογισμός ως βασικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας του 1944 έχει μελετηθεί αρκετά ως προς τους αριθμούς και τις πολιτικοκοινωνικές του αναφορές, επικρατεί ακόμα η ανόητη εντύπωση πως οι Γερμανοί ήταν απλοί παρατηρητές μιας ενδοελληνικής αιματοχυσίας και όχι πρωταγωνιστές της κατάστασης. Αγνοείται πως από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί υπολόγισαν πως (με ή χωρίς τη βοήθεια των συνεργατών τους) είχαν σκοτώσει «σε μάχη» 15.063 Ελληνες και είχαν εκτελέσει σε αντίποινα ακόμα 3.283. Το σημαντικό συμπέρασμα από αυτή την προφανή δυσαναλογία, εκτός από τη στρατιωτική ανηθικότητα των γερμανικών ταξινομήσεων (η συντριπτική πλειονότητα των νεκρών σε «μάχη» είναι άμαχοι), είναι πως ο συνολικός αριθμός (18.346 άτομα) για το 1944 αντιστοιχεί στο ήμισυ των θυμάτων του ελληνικού πληθυσμού από τα γερμανικά όπλα για όλη την περίοδο της Κατοχής [6].

Οι απώλειες των κατακτητών ήταν αντίστοιχες. Η 117 Μεραρχία Κυνηγών που έλεγχε την Πελοπόννησο από τον Σεπτέμβριο του 1943 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε 1.100 νεκρούς από τη δράση των «κομμουνιστικών συμμοριών» [7]. Οι συνολικές γερμανικές απώλειες, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 29 Σεπτεμβρίου 1944, ανήλθαν σε 2.239 νεκρούς, 3.654 τραυματίες και 1.285 αγνοούμενους, ένα σύνολο 7.178 ανδρών εκτός μάχης, κατά κύριο λόγο αποτελέσματα της δράσης του ΕΛΑΣ [8], αδιάψευστο τεκμήριο της ραγδαίας κλιμάκωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε όλη τη χώρα.

Στρατηγική

Ο πόλεμος διεξαγόταν μέσα από συνεχείς αμοιβαίες επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Την τελευταία χρονιά της Κατοχής, δεκάδες μικρές και μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις με ευφάνταστα κωδικά ονόματα («Χρυσαετός», «Κούκος», «Τάρανδος», «Κόνδωρ», «Καταιγίδα Σφαιρών», «Οχιά», «Μαγιάτικη Καταιγίδα», «Αιφνίδιο Χτύπημα» κ.ά.) χτένιζαν τα ορεινά και πεδινά της πολύπαθης χώρας. Η συστηματική καταστροφή της υπαίθρου δεν μεταφραζόταν σε ικανοποιητικό «body count».

Εκστρατείες-σκούπα που βασίζονταν στη γερμανική υπεροπλία απαιτούσαν μεγάλες δυνάμεις και ποτέ δεν προκαλούσαν στον ΕΛΑΣ απώλειες που θα κλόνιζαν τη συνοχή των μονάδων του. Η Βέρμαχτ ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 1944 να εφαρμόζει «αντάρτικες» τακτικές, ειδικά εκεί που η τραχύτητα του εδάφους ακύρωνε τα όποια πλεονεκτήματα των αντιμαχομένων. Στις 5 Ιανουαρίου, στο χιονοσκεπές πεδίο της Ορεινής Παρνασσίδας, ένα μικρό τμήμα της επίλεκτης Μεραρχίας Brandenburg σκότωσε σε ενέδρα 32 αντάρτες του Τάγματος Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ. Τον Απρίλιο, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων «Ερωδιός», «Σκαντζόχοιρος» και «Κόνδωρ» στη νότια και δυτική Πελοπόννησο, εφαρμόστηκαν τακτικές καινοτομίες.

Ενα τάγμα του 737 Συντάγματος Κυνηγών επιχείρησε να πλήξει τους αντάρτες αντιγράφοντας τη στρατηγική τους: «Με τους 100 καλύτερους στρατιώτες μου κινηθήκαμε στην περιοχή γύρω από την Ολυμπία, χωρίς διακριτικά, χωρίς στολή, χωρίς επαφή με το αρχηγείο μας… Ντυμένοι και εξοπλισμένοι όπως οι συμμορίτες σκοτώσαμε πάνω από 300 άνδρες. Η επιχείρηση αυτή υπήρξε πιο επιτυχής από οποιαδήποτε άλλη θα είχαμε κάνει με 3.000 άνδρες». Από τον Μάιο του 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες εφάρμοζε τακτικές παραπλάνησης για να παγιδεύει και να εξοντώνει αντάρτες στην περιοχή της ανατολικής Στερεάς.

Στις 7 Ιουνίου, ένας λόχος του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ Λιβαδειάς αιφνιδιάστηκε και διαλύθηκε με απώλειες κοντά στη Δεσφίνα από Γερμανούς που φορούσαν πολιτικά ρούχα και μιλούσαν ελληνικά. Τρεις μέρες αργότερα, στην ίδια περιοχή, μια αντίστοιχη αντάρτικη παγίδα (στρατιώτες των Ες-Ες ντυμένοι χωριάτες) στράφηκε εναντίον των εμπνευστών της, προκαλώντας το άνευ προηγουμένου μακελειό στο χωριό Δίστομο.

Οι αντάρτες προσαρμόστηκαν αντίστοιχα. Τον Φεβρουάριο, η ανώτατη γερμανική διοίκηση (Ομάδα Στρατιών Ε) επισήμανε πως οι αντάρτες δεν εγκαθιστούν πλέον μεγάλες αποθήκες τροφίμων, όπλων και πυρομαχικών στα χωριά, αλλά σε δάση και απρόσιτες περιοχές, αθέατες για τα γερμανικά στρατεύματα [9]. Ο ΕΛΑΣ αποδέχτηκε επίσης την πρόκληση ενός «πολέμου φθοράς» επί ίσοις όροις που επέβαλαν οι Γερμανοί. Κατοικημένες περιοχές εκκενώνονταν πιο άμεσα ή προστατεύονταν καλύτερα σε σχέση με το 1943. Χωρίς να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τακτική του «χτύπα και φύγε», οι αντάρτες άρχισαν να δοκιμάζουν την αντοχή τους στη στατική άμυνα και τις αντεπιθέσεις εναντίον ισχυρών μονάδων πεζικού. Στις 11 Μαΐου 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων των Ες-Ες επιτέθηκε ταυτόχρονα σε Μακρακώμη, Σπερχειάδα και Υπάτη, συναντώντας –παραδόξως– πεισματική άμυνα από το τοπικό 52ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μέσα σε λίγη ώρα, 21 μαχητές είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Στη Μάχη της Αμφιλοχίας (13 Ιουλίου), περίπου 200 αντάρτες αντιμετώπισαν πεζικό και άρματα μάχης σε ανοιχτό πεδίο, για δέκα ώρες, και αποχώρησαν μόνο όταν το 1/3 της δύναμής τους κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι.

Ο κανόνας των αμυντικών ελιγμών καθιστούσε ακόμα πιο εντυπωσιακές τις εξαιρέσεις. Η τακτική της ενέδρας-αντεπίθεσης γνώρισε το απόγειό της στην Πελοπόννησο, το μόνο ελληνικό έδαφος που κηρύχτηκε τον Μάιο σε «ζώνη επιχειρήσεων», δηλαδή ανοιχτό πολεμικό μέτωπο. Σε Γλόγοβα Αρκαδίας (20 Απριλίου) και Στυμφαλία (2 Ιουλίου), ισχυρά γερμανικά αποσπάσματα μάχης που επιχειρούσαν στην καρδιά της ανταρτοκρατούμενης ζώνης αποδεκατίστηκαν σε καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις, ενώ οι ενέδρες σε αυτοκινητοπομπές γίνονταν ολοένα και πιο φονικές. Στις 19 Ιουλίου, μια φάλαγγα φορτηγών της 117 Μεραρχίας Κυνηγών εξολοθρεύτηκε σε μια αριστοτεχνική ενέδρα στη Χώρα Μεσσηνίας, βορειοδυτικά της Πύλου (99 νεκροί και αγνοούμενοι). Οι γερμανικές απώλειες είχαν και ποιοτική διάσταση. Εκτός από τον στρατηγό Κράιπε που απήχθη σε θεαματική επιχείρηση από Κρητικούς αντάρτες και Βρετανούς αξιωματικούς, ο ΕΛΑΣ σκότωσε στα τέλη Απριλίου σε ενέδρα δυτικά των Μολάων τον διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, ενώ και ο διοικητής της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες, συνταγματάρχης Καρλ Σίμερς –ένας από τους πιο φανατικούς εθνικοσοσιαλιστές διοικητές–, τραυματίστηκε θανάσιμα από έκρηξη νάρκης στην περιοχή της Αρτας κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τον Αύγουστο.
Ο πόλεμος έφτασε στο απόγειό του το καλοκαίρι. Τον μήνα Ιούλιο, οι γερμανικές απώλειες σε όλη τη χώρα τριπλασιάστηκαν απότομα (476 νεκροί, 705 τραυματίες, 69 αγνοούμενοι). Είναι ο μήνας των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία («Χρυσαετός»), κατά τις οποίες οι Γερμανοί παραδέχτηκαν εκτεταμένες «μάχες εκ του συστάδην» στη βορειοδυτική Μακεδονία, των μεγάλων επιθέσεων του ΕΛΑΣ σε Αμφισσα (2 Ιουλίου) και Αμφιλοχία (12-13 Ιουλίου), αλλά και μιας σειράς επιθέσεων του ΕΔΕΣ στην περιοχή της Πρέβεζας (6-7 Ιουλίου). Τον επόμενο μήνα, ο ΕΛΑΣ παγίδευσε και εξόντωσε 200 οπλίτες του επίλεκτου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών των Ες-Ες στις Καρούτες Φωκίδας, σε μια μάχη που ακόμα και οι Βρετανοί αναγνώρισαν ως σημαντική συνεισφορά του γενικώς «παθητικού» ΕΛΑΣ στην επιχείρηση «Κιβωτός του Νώε» (Noah’s Ark), κατά των υποχωρούντων γερμανικών δυνάμεων [10]. Μαζί με τις μάχες στη γερμανική ζώνη του Εβρου και τις αναρίθμητες συμπλοκές στον Θεσσαλικό Κάμπο στο πλαίσιο της «μάχης της σοδειάς», οι απώλειες των κατακτητών τον Αύγουστο έφτασαν σε 532 νεκρούς, 632 τραυματίες και 249 αγνοούμενους.

Οι αλλαγές
Αντιμέτωπο με ναζιστικά στρατεύματα (κάποια από τα οποία πρώτης γραμμής) και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες αντικομμουνιστές οι οποίοι αποκτούσαν σταδιακά μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε έντονα. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος με τη Βέρμαχτ, η πραγματικότητα εκατοντάδων κατεστραμμένων χωριών και χιλιάδων νεκρών αμάχων και η αίσθηση αναμέτρησης με ένα ενδοελληνικό «μαύρο μέτωπο» είχε μεταμορφώσει το «κατσαπλιάδικο» του 1942-1943 σε έναν στρατό αποφασισμένων εθελοντών, στον οποίον είχαν θέση μόνο όσοι είχαν πραγματικά διάθεση να πολεμήσουν. Μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί αξιοποιούνταν σε ολοένα πιο μάχιμα καθήκοντα, ενώ η κομματικότητα (όχι απαραίτητα με την έννοια του κομματικού μέλους) άρχισε να ταυτίζεται με τη γενναιότητα στη μάχη και την αντοχή στα βασανιστήρια, ενισχύοντας την πολιτική συνείδηση των εμπλεκόμενων μαχητών. Η στρατιωτικοποίηση της υπαίθρου, η οποία είχε σαρωθεί σε σοκαριστικό βαθμό από τον ολοκληρωτικό πόλεμο του 1944, διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη τουλάχιστον ώς το 1949.
1. Hagen Fleischer, «Deutsche “Ordnung” in Griechenland 1941-1944». Στο: Loukia Droulia, Hagen Fleischer (επιμ.), Von Lidice bis Kalavryta. Widerstand und Besatzungsterror. Metropol/INE-EIE 1995, σ. 151-223. Kaspar Dreidoppel, Der griechische Dämon. Widerstand und Bürgerkrieg im besetzten Griechenland 1941-1944. Harrassowitz Verlag, Βίσμπαντεν 2009, σ. 341, υποσ. 40. 2. Ομοσπονδιακό Αρχείο Γερμανίας [ΟΑ], RW 40/89, ανώτατος διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Γραφείο Επιχειρήσεων, 296/43, απόρρητο, 22.12.1943. 3. Στα μέσα Οκτωβρίου 1943, δύο γερμανικοί λόχοι παγιδεύτηκαν και αποδεκατίστηκαν σε δύο διαφορετικές συγκρούσεις με πολυάριθμα και καλά εξοπλισμένα τμήματα του ΕΛΑΣ (Κερπινή Αχαΐας, Δερβενοχώρια Βοιωτίας). Οι απώλειες των Γερμανών ξεπέρασαν τους 150 νεκρούς. 4. ΟΑ, NS 19/3695, Kommandostab Reichsführer-SS, Auszug aus dem Bericht des HSSPF über den Einsatz der Polizeikräften in Griechenland, 2.11.1944. 5. Ο πίνακας συντάχθηκε από το ΓΕΕΘΑ το 1966 και δημοσιεύεται στο: Αθανάσιος Κούτρας, Εθνική Αντίσταση 1941-1944. Αθήναι 1981, σ. 160. 6. Για τις συνολικές απώλειες αμάχων παίρνουμε ως βάση την πιο αξιόπιστη, συγκριτικά, καταμέτρηση που υπολογίζει 38.690 νεκρούς, ως θύματα των Γερμανών για ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής (Απρίλιος 1941-Οκτώβριος 1944). Δημήτριος Ι. Μαγκριώτης, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήναι 1949, σ. 309. 7. Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών στη Σερβία και την Ελλάδα (μτφρ. Γιάννης Μυλωνόπουλος). Εστία, Αθήνα 2004. 8. ΟΑ, RH 19 VII/15-17, 25-27, Ομάδα Στρατιών Ε, Πολεμικό Ημερολόγιο, αναλυτικός πίνακας στο: Dreidoppel, σ. 489-491. 9. ΟΑ, RH 19 XI/39, Ομάδα Στρατιών Ε, «Οδηγίες για τη διεξαγωγή του συμμοριακού πολέμου», 24.2.1944. 10. C. M. Woodhouse, History of the Allied Military Mission in Greece, September 1942 to December 1944 (αντίγραφο στο αρχείο του γράφοντος), χ.χ., σ. 200-201.
_______________
Ποιος είναι
Ο Ιάσονας Χανδρινός είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944» από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

19/03/14ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

Τελευταίες Ειδήσεις